Δούρειος Ίππος

Ιστοχώρος πολιτικής ανάλυσης και διαλόγου

Ένας σύντομος απολογισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

*Του Δημήτριου-Ανδρέα  Νεζερίτη

Την δεκαετία του ’70, ο τότε Πρωθυπουργός Κ.Κ., ερωτώμενος για την κατάσταση στην Ελλάδα, συνήθιζε να απαντά  «Έξω πάμε καλά». Σήμερα δεν έχουμε ούτε αυτή τη παρηγοριά.

Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι, παρόλο που οι μεγάλες επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν αμφισβητούνται πια από την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού κόσμου, η ομοψυχία αυτή δεν μεθερμηνεύεται σε ενιαία δράση για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ελληνικών συμφερόντων. Αντίθετα, είναι εντυπωσιακό πόσο λίγο δεκτικοί είναι οι τρίτοι στα επιχειρήματα για το δίκαιο πολλών ελληνικών θέσεων, τις φορές που αυτά προβάλλονται. Δεν έχουμε παρά να κάνουμε ένα σύντομο απολογισμό.

Τρία είναι τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάς , σε ποικίλλουσα ένταση βεβαίως. Οι σχέσεις με την ΠΓΔΜ και το θέμα του ονόματος «Μακεδονία», οι σχέσεις με την Τουρκία και το ενδεχόμενο εντάξεως της στην ΕΕ, και το Κυπριακό.

Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτυχίας της ελληνικής πολιτικής από αυτή που αναφέρεται στις σχέσεις μας με την ΠΓΔΜ. Έχουμε κυριολεκτικά καταντήσει να θεωρούμεθα διεθνώς σαν υπεύθυνοι για την εκκρεμότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών απευθύνεται στους γείτονές μας με το λεγόμενο «συνταγματικό όνομα» τους, είτε τους έχουν αναγνωρίσει με αυτό είτε όχι και εμείς έχουμε περιέλθει σε θέση αμυνομένου και απολογουμένου αντί να είμαστε εμείς οι κατήγοροι.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, η διεθνής κοινή γνώμη μετράει. Όπως μας συμφέρει να την έχουμε μαζί μας σε θέματα σαν το Κυπριακό, έτσι θα έπρεπε να την έχουμε μαζί μας και στο θέμα αυτό. Αλλά για να έχεις την διεθνή κοινή γνώμη μαζί σου, πρέπει να χρησιμοποιήσεις επιχειρήματα που καταλαβαίνει και παραδέχεται σαν λογικά. Στις σχέσεις μας με την ΠΓΔΜ εστιάσαμε τη θέση μας στον σφετερισμό του ονόματος και της ιστορίας. Αυτά είναι επιχειρήματα με βαρύτητα στο εσωτερικό, όπου δεν χρειάζεται καλά-καλά να τα εγείρεις. Στους τρίτους όμως πρέπει να τονισθεί η επεκτατική πολιτική της ΠΓΔΜ, οι χάρτες στα σχολεία με τμήματα της Ελλάδος στην εθνική του περιφέρεια, οι εδαφικές διεκδικήσεις που ακούγονται και προωθούνται. Αυτά γίνονται αντιληπτά. Και δεν ισχύει η «φιλική» παρατήρηση ότι η Ελλάς δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τον στρατιωτικά ανίσχυρο βόρειο αυτό γείτονα. Η απάντηση είναι ότι μπορεί μεν να μην φοβόμαστε, αλλά η πολιτική αυτή είναι μια πολιτική που προκαλεί αστάθεια στην περιοχή, ακόμη και με την υπόθαλψη και την καλλιέργεια στον πληθυσμό της ΠΓΔΜ παραπλανητικών ελπίδων. Και μια και η βάση της πολιτικής αυτής είναι ο αυτοπροσδιορισμός ως «Μακεδονία», εκεί έγκειται το πρόβλημα και εκεί πρέπει να αντιμετωπισθεί.

Δεν υπάρχει χώρος όπου η θέση μας σε ότι αφορά το  θέμα της ΠΓΔΜ είναι πιο ασθενής από ότι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι θέσεις που –πιστεύω καλοπροαίρετα αλλά με άγνοια της πραγματικότητας- έχει υιοθετήσει είναι αρνητικές για μας. Απαιτείται δουλειά, πολλή δουλειά από την ελληνική πλευρά στο Στρασβούργο για να μπορέσει να αρχίσει η μεταστροφή των θέσεων των τρίτων ευρωβουλευτών. Και να μην βαυκαλιζόμεθα με την άποψη ότι αυτοί που στρέφονται εναντίον μας είναι εξ επαγγέλματος «ανθέλληνες» -παρενθετικά σημειώνω ότι μόνο εμείς χρησιμοποιούμε μια λέξη που θεωρεί όσους αντιτίθενται σε μας σαν μονίμους εχθρούς μας- ή μίσθαρνα ‘όργανα των εχθρών του γένους. Στην μεγάλη τους πλειοψηφία είναι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα και παρασύρονται σε θέσεις που τους φαίνονται αντιληπτές.

Οι σχέσεις με την Τουρκία βρίσκονται σε νεκρό σημείο. Επενδύσαμε –με πλήρη άγνοια της τουρκικής πολιτικής πραγματικότητας- πάρα πολλά στις καλές διαπροσωπικές σχέσεις, αγνοώντας ότι στην Τουρκία η εξωτερική πολιτική χαράσσεται από το σύνολο των παραγόντων που διέπουν την τουρκική πολιτεία και η γραμμή αυτή, από τη στιγμή που θα χαραχθεί πολύ δύσκολα μεταβάλλεται. Υποστηρίζουμε την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, και γινόμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως, προς μεγάλη κατάπληξη των εταίρων μας, που ευλόγως δεν αντιλαμβάνονται από που και ως που προωθούμε μια τέτοια πολιτική χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει το παραμικρό αντάλλαγμα. Σε μια παραλλαγή του παραμυθιού για το αγόρι που φώναζε «λύκος» για αστείο, σε τρόπο που κανένας δεν τον πίστεψε όταν ο λύκος εμφανίσθηκε πραγματικά, έτσι και μείς έχουμε τόσο πολύ προβάλλει τις καλές μας διαθέσεις έναντι της Τουρκίας, που κανείς δεν μας πιστεύει αν θελήσουμε ποτέ να καταγγείλουμε τις εκ μέρους της Τουρκίας πολλαπλές παραβιάσεις διεθνών κανόνων. Κλαυθμυρισμοί, ότι μια τέτοια συμπεριφορά δεν συνάδει με τις ευρωπαϊκές επιδιώξεις της Τουρκίας μόνο οίκτο ή επιεικώς γέλια, μπορούν να προκαλέσουν.

Στο Κυπριακό, μετά την αναμφισβήτητα μεγάλη επιτυχία της προωθήσεως της εντάξεως της Κύπρου στην ΕΕ, η Ελλάς ηρεμεί. Ίσως αυτό να είναι λιγότερο κακό από την ενεργό ανάμειξη, κυρίως αν η ανάμειξη αυτή παίρνει την μορφή της υποστηρίξεως εμμέσως ή αμέσως του Σχεδίου Ανάν ή ενδεχομένως κάποιου παρεμφερούς, η εφαρμογή του οποίου θα είχε οδηγήσει μαθηματικά στην εξαφάνιση της Κύπρου σαν ανεξάρτητης χώρας και θα είχε μαθηματικά περιέλθει, στην καλύτερη περίπτωση, σε καθεστώς Φιλανδίας την εποχή της Σοβιετική Ενώσεως. Η Ελλάς έχει ιστορικές ευθύνες στην Κύπρο τις οποίες δεν μπορεί να αποποιηθεί ή να ξεχάσει. Βεβαίως η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος και η Ελλάς δεν πρέπει και δεν μπορεί να την υποκαταστήσει. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να την υποστηρίζει συντονισμένα αποτελεσματικά στους διεθνείς οργανισμούς και στις διμερείς επαφές ώστε να μη παρακάμπτεται από εκείνους που έχοντας να επιλέξουν μεταξύ παρανομούσας Τουρκίας και αδικουμένης Κύπρου επιλέγουν την ισχυρότερη πλευρά.

Ανέφερα ορισμένα μόνο από τα θέματα που απασχολούν την ελληνική εξωτερική πολιτική, επιλέγοντας εκείνα όπου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο –γιατί για Ευρωεκλογές πρόκειται- έχει να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο. Το τι πιστεύουμε εμείς για τα θέματα αυτά προκύπτει νομίζω από αυτά που ανέφερα. Αλλά ίσως χρειάζονται ορισμένες επισημάνσεις.

Δεν έχουμε εξ ορισμού αντίρρηση για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Μακάρι η Τουρκία να είχε την  ευρωπαϊκή συμπεριφορά και το ευρωπαϊκό ήθος που θα της το επέτρεπαν. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα δημιουργούσε στην Ελλάδα τα προβλήματα που της δημιουργεί. όπως όμως έχουν τώρα τα πράγματα, τέτοια προοπτική δεν διαφαίνεται. Συνεπώς η ένταξη δεν είναι του παρόντος. Εφ’ όσον όμως έχουν ήδη αρχίσει οι ενταξιακές διαβουλεύσεις, θα πρέπει η Ελλάς αφ ενός μεν να επιμείνει στην εκ μέρους της Τουρκίας τήρηση των ανειλημμένων υποχρεώσεών της –πρόσβαση της Κύπρου σε αεροδρόμια και λιμένες-  αφ’ ετέρου δε να προσέχει για την διασφάλιση των δικών της συμφερόντων κατά την συζήτηση των κεφαλαίων που είναι ακόμη υπό διαπραγμάτευση. Ειδικά το θέμα της ελευθερίας επικοινωνίας και εγκαταστάσεως πρέπει, όπως είναι φυσικό, να συγκεντρώσει την προσοχή μας. Δεν βλάπτει από καιρού εις καιρόν να υποστηρίζουμε τα συμφέροντά μας.

Η τουρκική συμπεριφορά γενικότερα πρέπει να επισημαίνεται στις διαπραγματεύσεις. Παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης, προσπάθειες αναθεωρητισμού του status quo αποτελούν πάγια γραμμή της Άγκυρας. Βεβαίως οι διαπραγματεύσεις δεν διεξάγονται από το Ε.Κ. αλλά η σωστή ενημέρωσή του αντανακλά και στις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις.

Για το πρόβλημα της ΠΓΔΜ, πρέπει να ακολουθηθεί μια πιο μαχητική τακτική. Η ενημέρωση για τις επιδιώξεις του γείτονα αυτού, απαιτεί μακροχρόνια προσπάθεια και εμμονή. Όσο όμως δεν αλλάζει συμπεριφορά δεν είναι νοητή η περαιτέρω προώθηση  των σχέσεών του με την Ευρώπη. Και αυτό θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους.

Το ΕΚ αποτελείται σήμερα από κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους 27 κρατών. Η αύξηση του αριθμού των ευρωβουλευτών δεν πρέπει να θεωρείται σαν αρνητική εξέλιξη που συνεπάγεται μείωση της επιρροής των ελλήνων  ε/β. Απεναντίας, ο κατακερματισμός των διαθεσίμων ψήφων σε πολλές εθνικές ομάδες παρέχει μεγαλύτερα περιθώρια αλληλοϋποστηρίξεως μεταξύ των διαφόρων ομάδων και συνεπώς και τη δυνατότητα ελιγμών των ελλήνων ε/β.

Αυτή όμως η δυνατότης έρχεται να υπογραμμίσει και ένα βασικό παράγοντα της λειτουργίας του Ε/Κ. Οι Έλληνες ε/β πρέπει να είναι εξωστρεφείς και όχι εσωστρεφείς. Με άλλα λόγια, βασική προϋπόθεση για την επιτυχή απόδοση τους είναι η ενεργός παρουσία και το έμπρακτο ενδιαφέρον τους σε όλες τις εργασίες του Ε/Κ. Να είναι σε θέση να συμπράξουν σε θέματα που απασχολούν τρίτους, ώστε και οι τρίτοι να συμπράξουν όταν έλθουν προς συζήτηση θέματα που απασχολούν την Ελλάδα.

Τα ανωτέρω αναφέρονται μόνο στις πτυχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που μπορούν να απασχολήσουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μια γενικότερη επισκόπηση θα έφερνε στο φώς και άλλες, δυστυχώς, αδυναμίες. Τον υποβιβασμό των σχέσεών μας με τις ΗΠΑ, με ότι αυτό συνεπάγεται. Την περιθωριοποίησή μας στο ΝΑΤΟ. Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, το ΝΑΤΟ παραμένει ο μοναδικός οργανισμός ασφαλείας, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως. H αντιμετώπισή του επί χρόνια, σαν ένα είδους αναγκαίο κακό, κάθε άλλο παρά ενίσχυσε τη θέση μας στο πλαίσιο του.

Ακόμα όμως σημαντικότερη εν προκειμένω είναι η παρουσία μας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συστηματικά παρακάμφθηκε και αγνοήθηκε το γεγονός ότι η συμμετοχή μας στην ΕΕ, εκτός από τα  τεράστια οικονομικά και πολιτικά κέρδη που συνεπάγεται για την Ελλάδα, συνεπάγεται και υποχρεώσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απλώς ένα Ταμείο αντλήσεως πόρων, είναι και μία ευκαιρία ανανεώσεως δομών και γενικώς ανόδου του επιπέδου της χώρας   με σοβαρή εργασία από τις κατ’ ιδίαν χώρες. Αυτές τις υποχρεώσεις τις αγνοήσαμε με τη συνέπεια να είμαστε σήμερα από τις πλέον «κακοχαρακτηρισμένες» χώρες σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Εκεί κατάντησε το όνειρο της Ελλάδος σαν ισοτίμου και σεβαστού τμήματος της Ευρώπης.

*Πρέσβης επί τιμή, πρώην πρεσβευτής της Ελλάδος στον ΟΑΣΕ, στην Άγκυρα και στο Βερολίνο

Σχολιάστε